Ε Β Δ Ο Μ Α Δ Α   19


«Νομίζω ότι η δουλειά μου είναι να παρατηρώ τους ανθρώπους και τον κόσμο και όχι να τους κρίνω. Ελπίζω πάντα να τοποθετούμαι μακριά από τα λεγόμενα συμπεράσματα. Θα ήθελα να αφήνω τα πάντα ορθάνοιχτα σε όλες τις δυνατότητες του κόσμου».

– Χαρούκι Μουρακάμι

Όπως έγραψα στο κεφ. 2, ως ανθρωπάκι που μεγάλωνε, έμαθα να συμπεριφέρομαι μέσω της επίκρισης, όπως και πολλοί από εμάς. Έμαθα να κάνω πράγματα επειδή ήταν «το σωστό» ή να μην κάνω άλλα πράγματα επειδή ήταν «λάθος». Έμαθα ότι αν συμπεριφερόμουν με ορισμένους τρόπους, θα με θεωρούσαν «καλό άνθρωπο», και αν συμπεριφερόμουν με άλλους τρόπους, θα με θεωρούσαν «κακό άνθρωπο». Έμαθα επίσης ότι «πρέπει» να κάνω κάποια πράγματα και ότι «δεν πρέπει» να κάνω άλλα πράγματα.

Καθώς μεγάλωνα σε αυτό το περιβάλλον, η επίκριση με βοήθησε να ενταχθώ στην κοινωνία. Με βοήθησε να ανήκω, να παραμένω ασφαλής και να καταλαβαίνω. Ωστόσο, την ίδια στιγμή δεν με βοήθησε να αναπτύξω πολύ καλά την αίσθηση της σύνδεσης με τον εαυτό μου ή της συμπόνιας.

Έμαθα ότι κι εγώ και όλοι οι άλλοι θα μπορούσαμε να θεωρηθούμε «ηλίθιοι», «εγωιστές», «τεμπέληδες» και πολλά άλλα. Αυτοί οι όροι με βοήθησαν να κινητοποιηθώ (μέσω του φόβου) για να συμπεριφερθώ διαφορετικά. Και παρόλο που αυτό το πέτυχε, και πάλι, δεν λειτούργησε πολύ καλά στο να με βοηθήσει να βιώσω τη σύνδεση ή τη συμπόνια. Διδάχτηκα να αντιπαθώ ή ακόμα και να μισώ τον εαυτό μου.

Τι σχέση έχουν οι (επι)κρίσεις με τις παρατηρήσεις ή τη συμπόνια;

Όπως έχουμε συζητήσει, με εξάσκηση μπορούμε να μάθουμε να μεταφράζουμε τις (επι)κρίσεις μας ώστε να ανακαλύπτουμε τις ανάγκες μας. Υπάρχουν ανάγκες πίσω από κάθε επίκριση, και όταν τις εντοπίζουμε, μας δίνεται η ευκαιρία να έχουμε περισσότερη σύνδεση και με τον εαυτό μας και στις συζητήσεις μας. Μιλάω για «ευκαιρία» επειδή η συνειδητοποίηση των αναγκών μας είναι μόνο το πρώτο βήμα για μια συνδεδεμένη συζήτηση. Το δεύτερο μέρος είναι να είμαστε σε θέση να εκφραστούμε με τρόπους που αντικατοπτρίζουν την επίγνωσή μας. Πώς μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για τις πραγματικές καταστάσεις, τα γεγονότα και τους ανθρώπους στη ζωή μας χωρίς να χρησιμοποιούμε τις ίδιες ακριβώς επικριτικές λέξεις με τις οποίες μεγαλώσαμε; Η «παρατήρηση» είναι η απάντηση.

Η παρατήρηση είναι μια εναλλακτική που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε όταν θέλουμε η συνείδησή μας και οι συζητήσεις μας να μετακινηθούν από την επίκριση προς τη σύνδεση και τη συμπόνια. Αν δεν μπορώ να σκεφτώ μια παρατήρηση, έναν ουδέτερο, χωρίς κρίσεις τρόπο σκέψης και ομιλίας για να περιγράψω κάτι που έκανα εγώ ή κάποιος άλλος, μάλλον χρειάζομαι περισσότερη ενσυναίσθηση για να φτάσω σε μια σαφέστερη κατανόηση των αναγκών μου και του πραγματικού γεγονότος ή των γεγονότων που είναι επίμαχα.

Για παράδειγμα, φανταστείτε ότι λέω στον φίλο μου: «Έι, άκου. Θυμάσαι όταν μου φώναζες και παραπονιόσουν για τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου χθες;». Ο φίλος μου μπορεί να πει: «Δεν σου φώναζα! Μίλησα με έμφαση!» Όπως καταλαβαίνετε, αυτή η συζήτηση θα μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε μια συζήτηση για το «πώς» μιλούσε… όχι για το «τι» ειπώθηκε ή για το πώς το αντιλήφθηκε ο καθένας.

Τώρα φανταστείτε ότι είπα, «Άκου! Θυμάσαι που συζητούσαμε ότι έχασα τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου χθες;». Είναι πολύ πιο πιθανό ο φίλος μου να μπορέσει να επικεντρωθεί στο πραγματικό γεγονός και να προχωρήσουμε σε μια πιο συνδεδεμένη συζήτηση.

Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος ότι περιγράφω με «παρατήρηση»;

Μια ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου, για να καταλάβω αν παρατηρώ ή (επι)κρίνω, είναι: «Αυτό που περιγράφω θα μπορούσε να καταγραφεί από μια βιντεοκάμερα ή σε μια γραπτή απομαγνητοφώνηση;». Στο παραπάνω παράδειγμά μας, το «φωνάζω» και το «παραπονιέμαι» είναι υποκειμενικοί, αξιολογητικοί όροι. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι χρησιμοποιήθηκε ένα αυξημένο επίπεδο έντασης ήχου, αν και γίνεται λίγο δύσχρηστο να πούμε «όταν μιλούσες στα 25 ντεσιμπέλ…».

Τόνος της φωνής

Όταν συζητάμε για το τι σημαίνει «παρατήρηση», μια από τις δυσκολίες είναι να περιγράψουμε ότι ακούμε έναν διαφορετικό από τον συνηθισμένο τόνο φωνής. Πώς θα περιγράφατε ότι κάποιος μοιάζει ταραγμένος ή θυμωμένος ή απογοητευμένος; Συχνά αυτά είναι πράγματα που αντιλαμβανόμαστε από τον τόνο της φωνής, σωστά;

Ο καλύτερος τρόπος που έχω μάθει να παραμένω σε κατάσταση «παρατήρησης» και να εξακολουθώ να εκφράζω αυτό που νομίζω ότι ακούω είναι:

1.

Ρωτάω: πχ «Νοιώθεις απογοητευμένος που έχασα τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου;».

2.

Παρατηρήστε την αντίδρασή σας. Μερικές φορές έχω τη σκέψη ότι κάποιος είναι «συγκαταβατικός» ή «σαρκαστικός». Αυτές σίγουρα δεν είναι λέξεις «παρατήρησης», και όμως θέλω να ασχοληθώ με αυτό που συμβαίνει μέσα μου, να δημιουργήσω ένα χώρο για ενσυναίσθηση προς τον εαυτό μου, ώστε να μεταφράσω την ερμηνεία μου σε ανάγκες και αίτημα. Σε αυτή την περίπτωση, μπορώ να παρατηρήσω ότι έχω μια αντίδραση στον τόνο τους. «Παρατηρώ ότι έχω μια αντίδραση στον τόνο της φωνής σου και δυσκολεύομαι να ακούσω αυτό που λες αυτή τη στιγμή. Μπορούμε να κάνουμε ένα διάλειμμα, να πάρουμε μια ανάσα;». (Δείτε επίσης το κεφ. 12 – Επιβράδυνση)

Ξέρω ότι αυτό δεν θα λειτουργεί πάντα τέλεια, αφού δεν έχω τον έλεγχο του πώς θα αντιδράσει κάποιος στα λόγια μου. Μπορώ μόνο να θεωρώ ότι κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να φτάσω σε ένα σημείο σύνδεσης και να συνεχίσω από εκεί. Μερικές φορές μπορώ απλώς να ακούσω τον πόνο τους και με αυτόν τον τρόπο, ο τόνος των όσων λένε γίνεται λιγότερο σημαντικός για μένα και μου επιτρέπει να παραμείνω συνδεδεμένος ή να επανασυνδεθώ μαζί τους.


Πριν από μερικά χρόνια, όταν ο μικρότερος γιος μου ήταν στην αρχή της εφηβείας του, ερχόμουνα συχνά σε σύγκρουση μαζί του για την κατάσταση του δωματίου του. Με απασχολούσε κυρίως το πόσο «ακατάστατο» ήταν. Εκείνον τον ενοχλούσε που ανακατευόμουνα.

Αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν για μήνες, ίσως και χρόνια. Κάποια στιγμή -ήμουν μαθητής του Μάρσαλ Ρόζενμπεργκ αρκετό καιρό- άρχισα να μεταφράζω τις επικρίσεις μου σε ανάγκες και να μιλάω με όρους παρατηρήσεων.

Καθώς περνούσα ένα πρωί από το δωμάτιο του Πατ, αποφάσισα να περιγράψω την «παρατήρησή» μου αντί για την «επίκρισή» μου. Η επίκρισή μου ήταν ότι ήταν ακατάστατο. Είχα επίσης την επίκριση ότι «θα έπρεπε» να έχει το δωμάτιό του «τακτοποιημένο». Αποφάσισα να βρω μια «παρατήρηση» και μια «ανάγκη». Αυτή η διαδικασία μου προσέφερε μια βαθύτερη κατανόηση του τι συνέβαινε μέσα μου και τελικά, είχα μια μετατόπιση στην οπτική και στην εμπειρία μου. Ήμουν «χαλαρός» βιώνοντας τη νέα μου προοπτική και μπόρεσα να αφήσω τις επικρίσεις μου και να συνδεθώ μέσω της παρατήρησης και των αναγκών.

Η επόμενη συζήτησή μας για το δωμάτιό του ήταν εντελώς διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη που είχαμε κάνει πριν.

Εγώ: Λοιπόν Πατ, έχω παρατηρήσει ότι αφήνεις τα ρούχα σου στο πάτωμα αφού τα φορέσεις. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί έχω τέτοια αντίδραση σε αυτό. Μου ήρθε στο μυαλό ότι είναι επειδή έχω πραγματικά ένα θέμα με την τάξη και την ευκολία και θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό.

Πάτρικ: Μπαμπά. Ξέρω ότι σε ενοχλεί. Μπορώ απλά να κρατάω την πόρτα μου κλειστή. Αλλά τι εννοείς ευκολία; Δεν χρειάζεται να τα σηκώνεις.

Εγώ: Όχι, δεν είναι αυτό. Θυμάμαι ότι όταν συνήθιζα να πετάω τα ρούχα μου στο πάτωμα, ξεχνούσα τι ρούχα έχω στη διάθεσή μου για να φορέσω. Και επίσης ότι κατέληγα να τα μετακινώ δύο φορές, μία στο πάτωμα και μετά ξανά στο καλάθι, διπλή δουλειά.

Πάτρικ: Χμμμμμμ.

Εγώ: Τέλος πάντων, προς το παρόν είμαι ΟΚ με την πόρτα κλειστή.

Αυτή ήταν ίσως η πιο ικανοποιητική, συνδετική συζήτηση που είχαμε κάνει ποτέ με τον Πάτρικ για το δωμάτιό του. Μπόρεσα να μοιραστώ ξεκάθαρα τις ανάγκες μου μαζί του κι ένιωσα μεγάλη ανακούφιση. Και, εφόσον δεν έπαιρνε διαστάσεις «κινδύνου για την υγεία», ήμουν εντάξει να αφήσω απλώς την πόρτα του κλειστή.

Τρεις ημέρες αργότερα, παρατήρησα ότι η πόρτα του Πατ ήταν ανοιχτή. Καθώς κοίταξα μέσα, μπορούσα να δω το πάτωμα του δωματίου του άδειο για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.

Κάτι διαφορετικό είχε συμβεί. Ο Πατ είχε μετακινήσει τα ρούχα του επειδή το ήθελε, όχι για να αποφύγει την επίκρισή μου. Ένα πάτωμα απαλλαγμένο από ρούχα και συγκρούσεις. Θαυμάσιο.


Πρακτική 1 – Επανάληψη της «Άσκησης Μετατόπισης»

Αυτή τη φορά, δουλέψτε με αυτή την άσκηση χρησιμοποιώντας παρατηρήσεις. Κάντε κλικ εδώ για να μεταβείτε στην μεταβείτε στην άσκηση.

Πρακτική 2 – Διάκριση αξιολογήσεων και επικρίσεων

Επανάληψη από το κεφ. 6. Η άσκηση μας βοηθά να βρούμε την «κρυμμένη επίκριση» μέσα στον τρόπο που χρησιμοποιούμε τις λέξεις. Αποτελεί επίσης εξάσκηση στο να μιλάμε με τρόπο «χωρίς επικρίσεις». Κάντε κλικ εδώ για να μεταβείτε στην άσκηση.


Μετάφραση: Μαρία Αγγέλου