Ε Β Δ Ο Μ Α Δ Α   17


Καθώς μελετάμε και αρχίζουμε να εξασκούμαστε στη συμπόνια, προκύπτουν συχνά ερωτήματα όπως τα ακόλουθα: «Τι κάνουμε όταν τα πράγματα δεν επιδέχονται λεκτικής αντιμετώπισης ή δεν μπορούν να επιλυθούν ορθολογικά;» Τι κάνουμε όταν κάποιος κάνει κάτι που βλάπτει εμένα, κάποιον άλλο ή τον εαυτό του; Απλά παρακολουθούμε; Τού προσφέρουμε ενσυναίσθηση; Πώς το αντιμετωπίζουμε;

Αν κάποιος έρχεται προς το μέρος σας με ένα μαχαίρι, θα του λέγατε: «Βλέπω ότι έρχεσαι προς το μέρος μου με ένα μαχαίρι, και νιώθω φόβο, και θα ήθελα πολύ να βιώνω περισσότερη ασφάλεια αυτή τη στιγμή. Υποθέτω ότι είσαι πραγματικά αγχωμένος και χρειάζεσαι κάποια αυτο-έκφραση. Θα ήσουν πρόθυμος να χρησιμοποιήσεις κάποιο άλλο μέσο για να εκφραστείς;».

Όχι! Πιο πιθανό είναι ότι θα προσπαθήσετε να αρπάξετε το χέρι τους και να απομακρύνετε το όπλο. Το ερώτημα είναι: Τι νιώθετε στην καρδιά σας καθώς το κάνετε αυτό;

Χρήση βίας με στόχο την τιμωρία ή την συμπόνια;

Οι περισσότεροι από εμάς μεγαλώσαμε με τιμωρητική χρήση βίας. Στην τιμωρητική χρήση της βίας, η πρόθεση αυτού που ασκεί τη βία είναι να αλλάξει η συμπεριφορά του άλλου μετά την τιμωρία – συνήθως νιώθει ταυτόχρονα θυμό, και έχει επικρίσεις που περιγράφουν το «σφάλμα» του άλλου, και πιθανόν και άλλες παραλλαγές επικρίσεων. Όταν βρισκόμαστε σ’ αυτή την κατάσταση, συνήθως δεν είμαστε σε επαφή με τις ανάγκες μας, είμαστε εστιασμένοι στο αποτέλεσμα. Αυτός ο τιμωρητικός τρόπος χρήσης της βίας είναι διαδεδομένος σήμερα σε πολλούς πολιτισμούς. Επηρεάζει τον τρόπο που φερόμαστε στα παιδιά μας, τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το έγκλημα και τους λόγους εμπλοκής μας σε πόλεμο.

Για παράδειγμα, ας σκεφτούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε ένα τρίχρονο παιδί που μόλις έτρεξε στη μέση του δρόμου.

Στην τιμωρητική χρήση βίας, μπορεί να αρπάξουμε το παιδί και να του πούμε: «Κακό παιδί! Είμαι πραγματικά θυμωμένος μαζί σου! Δεν πηγαίνουμε στο δρόμο! Για να μάθεις θα σε βάλω στο παρκοκρέβατο σου και θα μείνεις εκεί για όλο το απόγευμα!». Με αυτόν τον τρόπο το τρίχρονο παιδί μας έμαθε ότι είναι «κακό». Έχει βιώσει το θυμό και την επίκριση ενός ενήλικα (από τον οποίο εξαρτάται η ζωή του) και έχει μάθει ότι δεν πρέπει να βγαίνει στο δρόμο όταν υπάρχουν ενήλικες.

Στην προστατευτική χρήση βίας, θα αρπάξουμε επίσης το παιδί. Μόνο που αυτή τη φορά θα μπορούσαμε να πούμε: «Θεέ μου! Αυτό ήταν τόσο τρομακτικό. Φοβήθηκα ότι θα πάθεις κακό από τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν εκεί! Θα σε βάλω στο παρκοκρέβατο σου σήμερα το απόγευμα για να μπορέσω να χαλαρώσω και να είσαι ασφαλής».

Σε αυτήν την περίπτωση, το παιδί δεν έκανε τίποτα «κακό». Δεν προσπαθούμε να το τιμωρήσουμε ως αντίποινα για τις πράξεις του. Ανταποκρινόμαστε στην σημασία που έχει για εμάς η ασφάλεια και η αγάπη μας για το παιδί μας. Το παιδί μαθαίνει ότι νοιαζόμαστε γι’ αυτό και ότι είναι επικίνδυνο να βγαίνει στο δρόμο. Η «προστατευτική» χρήση βίας αναδεικνύει τις ανάγκες που προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε με τη συμπεριφορά μας, ενώ η «τιμωρητική» χρήση βίας όχι.

Αυτή η διάκριση είναι σημαντική και σε κοινωνικό επίπεδο, αν εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί συνήθως το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, αν κάποιος πάρει κάτι που ανήκει σε κάποιον άλλο, συχνά συχνά τιμωρείται με εγκλεισμό στη φυλακή. Αυτό το γεγονός καθιστά πιο δύσκολο για τους ανθρώπους, που έχουν καταδικαστεί για ένα έγκλημα, να βρουν δουλειά (και οικονομική ασφάλεια) όταν αποφυλακιστούν. Το οποίο με τη σειρά του καθιστά πιο πιθανό να αισθανθούν την ανάγκη να επαναλάβουν την πράξη, και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται. Αυτές οι τιμωρητικές στρατηγικές δεν λύνουν το πρόβλημα (τις ανεκπλήρωτες ανάγκες). Συχνά, το επιδεινώνουν.

Στην προστατευτική χρήση βίας, φροντίζουμε τις ανάγκες που το άτομο προσπαθούσε να ικανοποιήσει, ακόμη και αν μπορεί να μη μας αρέσει ο τρόπος που το έκανε. Αυτό συμβαίνει στα «Δικαστήρια Επανορθωτικής Δικαιοσύνης» (τα οποία πολλαπλασιάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες). Σε αυτά τα δικαστήρια, συχνά προσφέρεται επαγγελματική κατάρτιση ως εναλλακτική λύση στη φυλάκιση. Για παράδειγμα, μια «ποινή» μπορεί να είναι η εκμάθηση δεξιοτήτων επισκευής ηλεκτρονικών υπολογιστών ή κάποιου προγράμματος επεξεργασίας κειμένου. Αυτό δίνει στους ανθρώπους που έχουν παρανομήσει την ευκαιρία να καλύψουν τις ανάγκες τους με τρόπους που κοστίζουν λιγότερο στους ίδιους και στους γύρω τους.

Αυτή η διάκριση της προστατευτικής έναντι της τιμωρητικής χρήσης βίας δημιουργεί έναν νέο τρόπο να φέρουμε συμπόνια και φροντίδα στη ζωή μας και στις κοινότητές μας όταν οι άνθρωποι έχουν κάνει πράγματα που πραγματικά δεν μας αρέσουν. Όταν μπορούμε να μετακινηθούμε από την επίκριση και το μίσος στη συνειδητοποίηση ότι όλοι μας απλώς προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας, μπορούμε να ζήσουμε σε έναν πιο συμπονετικό κόσμο και να προστατεύσουμε τη ζωή ταυτόχρονα.


Πριν από μερικά χρόνια, αφού είχα αρχίσει να μελετώ και να εξασκώ τη συμπονετική ζωή, γύριζα σπίτι μου μετά από μια εκπαίδευση, μέσα από το Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης. Καθώς περπατούσα μέσα σε μια δασώδη περιοχή δίπλα στη λίμνη κωπηλασίας, ένας νεαρός άντρας έτρεξε δίπλα μου και άρπαξε την τσάντα από τον ώμο (η οποία περιείχε τον φορητό υπολογιστή μου, το ημερολόγιό μου, το πορτοφόλι μου και πολλά άλλα πολύ πολύτιμα πράγματα).

Αντέδρασα αστραπιαία και κατάφερα να πιάσω τον ιμάντα του ώμου πριν προλάβει να φύγει με τα πράγματά μου. Ξαφνικά, βρέθηκα σε μια άγρια «διελκυστίνδα» με αυτόν τον τύπο, παλεύοντας να κρατήσω την τσάντα μου.

Ένιωθα έντονο φόβο καθώς τραβούσα με όλη μου τη δύναμη. Ήμουν αποφασισμένος να κρατήσω την τσάντα μου. Ο αγώνας συνεχίστηκε καθώς αλλάζαμε θέσεις, τραβούσαμε και γρυλίζαμε από την προσπάθεια, σχεδόν χωρίς να κοιτάμε ο ένας τον άλλον. Ξαφνικά, τα παράτησε. Άφησε την τσάντα μου και έφυγε τρέχοντας.

Στεκόμουν εκεί τρέμοντας. Είχα πάθει σοκ. Τελείωσε τόσο ξαφνικά όσο είχε αρχίσει. Η αδρεναλίνη μου ήταν στα ύψη. Με το ζόρι πίστευα αυτό που μόλις είχε συμβεί. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα κάτι.

Δεν ήμουν θυμωμένος. Ήμουν πολύ αναστατωμένος – όμως δεν ήμουν θυμωμένος με αυτό το άτομο που μόλις είχε προσπαθήσει να πάρει τα πολύτιμα υπάρχοντά μου. Ναι, ήμουν διαλυμένος – κι όμως, δεν ένιωθα καμιά κακία προς αυτό το άτομο. Συνειδητοποίησα ότι παρόλο που ήμουν αποφασισμένος να τον εμποδίσω να πάρει την τσάντα μου, δεν τον μισούσα επειδή προσπάθησε να την πάρει. Ήθελα απλώς να τον σταματήσω. Κάπου μέσα μου, ήξερα ότι πίστευε ότι αυτό έπρεπε να κάνει. Δεν γνώριζα τους συγκεκριμένους λόγους, και όμως καταλάβαινα, εκείνη τη στιγμή, ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που μπορούσε να σκεφτεί για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.

Εκείνη την ημέρα εξέπληξα και αυτόν και τον εαυτό μου. Μπόρεσα να προστατεύσω τον εαυτό μου με έναν πολύ δυναμικό τρόπο, χωρίς μίσος ή αποσύνδεση- απλά με την επιθυμία να φροντίσω την ευημερία μου. Είχα χρησιμοποιήσει προστατευτική βία, συμπονετικά.


Πρακτική 1 – Χρήση βίας: Δεύτερη ευκαιρία

Σκεφτείτε μια φορά που χρησιμοποιήσατε την τιμωρία με βίαιο τρόπο. Φανταστείτε πώς θα μπορούσατε να είχατε προσεγγίσει την κατάσταση χρησιμοποιώντας μια «προστατευτική» χρήση βίας.

Πρακτική 2 – Δοκιμάστε κάτι καινούργιο

Την επόμενη φορά που θα σκεφτείτε ότι πρέπει να «τιμωρήσετε» κάποιον, σκεφτείτε τι προσπαθείτε να πετύχετε. Τι προσπαθείτε να προστατέψετε; Δείτε αν μπορείτε να σκεφτείτε έναν τρόπο να το κάνετε αυτό χωρίς θυμό στην καρδιά σας.


Μετάφραση: Μαρία Αγγέλου