Ε Β Δ Ο Μ Α Δ Α   38


Όπως συζητήσαμε στο κεφ. 33, ο θυμός μπορεί να θεωρηθεί ως ένας συνδυασμός ανεκπλήρωτων αναγκών και ηθικολογικών κρίσεων, Έχω διαπιστώσει ότι είναι ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία μιας πιο συμπονετικής ζωής, να αναγνωρίζω συγκεκριμένες σκέψεις και λέξεις που με βγάζουν από το δρόμο μου και με αποσυνδέουν από τον εαυτό μου και τους άλλους.

Έχω ανακαλύψει ότι όταν αναγνωρίζω αυτές τις σκέψεις και τις λέξεις, μπορώ να διακρίνω από κάτω τις ανάγκες που προσπαθώ να ικανοποιήσω με το να τις σκέφτομαι ή να τις λέω. Και να επιστρέψω σε μια εμπειρία πιο συνδεδεμένη με τη ζωή, πιο συμπονετική.

Από όλες τις σκέψεις (και τις λέξεις που συνδέω με αυτές), η πιο διαδεδομένη, αυτή που μου δημιουργεί τις περισσότερες δυσκολίες, είναι το «πρέπει» και το «δεν πρέπει» και οι συγγενείς τους, το «έπρεπε», το «δεν έπρεπε», και το «χρειάζεται να»

Η τροφοδοσία του θυμού

Αν η αποσύνδεση και ο θυμός ήταν φωτιά, θα βάφτιζα αυτές τις λέξεις “τις πιο αποτελεσματικές καύσιμες ύλες” που γνωρίζω. Όταν αναπολώ τις πιο θυμωμένες ή τις πιο αποσυνδεδεμένες στιγμές μου, αυτές οι λέξεις (ή σκέψεις) ήταν πάντα εκεί. Και όταν αυτές οι σκέψεις αντικαθίστανται από τη συνειδητοποίηση των αναγκών, ο θυμός καθίσταται περιττός.

Κατά ειρωνικό τρόπο, είναι εύκολο να σκεφτούμε ότι «δεν πρέπει» να κάνουμε σκέψεις τύπου «πρέπει/δεν πρέπει» ή ότι «δεν πρέπει» να χρησιμοποιούμε αυτές τις λέξεις – ότι «πρέπει» να σταματήσουμε να κάνουμε αυτές τις σκέψεις και να χρησιμοποιούμε αυτές τις λέξεις (βλ. κεφ. 8). Όπως έχουμε μελετήσει και προηγουμένως, αντί να σκεφτόμαστε με «πρέπει» για τα «πρέπει» μας, μπορούμε να δημιουργήσουμε μια σχέση με αυτές τις σκέψεις που να μας επιστρέφει σε περισσότερη σύνδεση με τη ζωή, ίσως με ένα «αναρωτιέμαι»… «Ποια ανάγκη προσπαθώ να καλύψω με αυτή τη σκέψη (ή αυτές τις σκέψεις);» και «Τι μου λέει αυτή η σκέψη για το τι θα ήθελα να έχω (για τις αξίες μου);».

Ξανά και ξανά, διαπιστώνω ότι η εστίαση στην επίγνωση των αναγκών μου, δημιουργεί την δυνατότητα σύνδεσης με τη ενέργεια-της-ζωής μέσα μου και τη συμπόνια μου.

Η στέρηση της επιλογής

Εκτός από την τροφοδότηση του θυμού, η σκέψη «πρέπει/δεν πρέπει» μπορεί να περιορίσει την ικανότητά μου να επιλέγω. Για παράδειγμα, αν σκέφτομαι ότι «θα έπρεπε να γυμνάζομαι», η άσκηση δεν αποτελεί συνειδητή επιλογή. Θα μπορούσατε να πείτε ότι γίνομαι το πιόνι της σκέψης μου. Επειδή οι επιθυμίες και οι ανάγκες μου δεν είναι πιθανό να βρίσκονται στη συνείδησή μου όταν σκέφτομαι ότι «πρέπει να γυμναστώ», μπορώ εύκολα να χάσω την έμπνευσή μου και να γίνω ακόμη και αγανακτισμένος.

Όταν έρχομαι σε επαφή με τις ανάγκες μου σχετικά με τη σκέψη ότι «πρέπει» να γυμναστώ, μπορεί να διαπιστώσω ότι σκέφτομαι ότι «πρέπει» ως μια προσπάθεια να ικανοποιήσω την ανάγκη μου για έμπνευση, για παρακίνηση του εαυτού μου. Μπορεί επίσης να συνειδητοποιήσω ότι θέλω να παρακινήσω τον εαυτό μου να ασκηθεί επειδή θέλω να είμαι πιο υγιής και να έχω περισσότερη ενέργεια. Με το να είμαι σε επαφή με τον εαυτό μου, μπορώ να συνδεθώ με την επιθυμία μου να έχω κίνητρο και την επιθυμία μου για ενέργεια και υγεία – για να ζήσω μια εμπνευσμένη, μεγαλύτερη, ζωή γεμάτη ζωντάνια.

Μπορεί επίσης να συνειδητοποιήσω ότι η άσκηση μπορεί να ΜΗΝ ικανοποιεί άλλες ανάγκες, όπως η σύνδεση, η κοινότητα και η ευκολία, οπότε μπορεί να θέλω να εξετάσω και αυτές τις ανάγκες.

Συμμετέχοντας σε αυτή τη διερεύνηση, μετασχηματίζω την εμπειρία του «πρέπει να ασκηθώ» σε μια σαφέστερη κατανόηση του εαυτού μου, αυξάνοντας έτσι την ικανότητά μου να κάνω επιλογές που λειτουργούν για μένα, με βάση τις ανάγκες μου.

Με περισσότερη επίγνωση, ίσως συνειδητοποιήσω ότι θα προτιμούσα να κάνω κάτι άλλο για να καλύψω αυτές τις ανάγκες, όπως πεζοπορία ή αλλαγή διατροφής. Ίσως συνειδητοποιήσω ότι θέλω να ενταχθώ σε μια κοινότητα ομοϊδεατών σε ένα μάθημα ή μια λέσχη που θα με βοηθήσει να παραμείνω εμπνευσμένος και συνδεδεμένος. Μπορώ να παραμείνω κινητοποιημένος μέσω της σύνδεσής μου με τις ανάγκες μου και να επιλέξω να γυμναστώ (μια πολύ διαφορετική εμπειρία από το να γυμναστώ επειδή «πρέπει»).

Η πρόκληση και η ευκαιρία μας

Αν και μπορεί να φαίνεται ότι αυτό που μοιράζομαι εδώ είναι απλό και προφανές, έχω διαπιστώσει ότι η πρόκληση έχει να κάνει με το πόσο διαδεδομένες είναι οι σκέψεις του τύπου «πρέπει/δεν πρέπει».

Η πρακτική της συνειδητοποίησης και της μετάφρασης των σκέψεων «πρέπει/δεν πρέπει» παρουσιάζει μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις και αποτελέσματα στο πεδίο της συμπονετικής σκέψης και ζωής.

Ως παιδί, διδάχτηκα να κάνω χιλιάδες πράγματα επειδή πρέπει – και να μην κάνω χιλιάδες άλλα πράγματα επειδή δεν πρέπει – «πες παρακαλώ και ευχαριστώ», «τελείωσε το φαγητό στο πιάτο σου», «κάνε τα μαθήματά σου», «πήγαινε στο σχολείο», «πάρε τις βιταμίνες σου», «πες την προσευχή σου», «κράτα τους αγκώνες σου μακριά από το τραπέζι». Ο κατάλογος είναι πρακτικά ατελείωτος.

Η εξέταση των σκέψεων μου «πρέπει/δεν πρέπει», αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση για μένα, επειδή διαπιστώνω ότι είμαι σαν ψάρι στο νερό, μόνιμα βυθισμένος σε σκέψεις τύπου «πρέπει/δεν πρέπει», με αποτέλεσμα να μην τις αντιλαμβάνομαι.

Δεδομένου ότι με εμπνέει ο στόχος να γίνομαι μια όλο και πιο συμπονετική ύπαρξη, η διαδικασία αναγνώρισης και μετάφρασης αυτού του τύπου σκέψεων πιθανόν να συνεχιστεί μέχρι να πεθάνω. Κάθε ανακάλυψη είναι μια ευκαιρία να κοιτάξω βαθύτερα μέσα μου και να επιλέγω τις πράξεις μου με βάση μια πιο συνδεδεμένη με τη ζωή προοπτική.

Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, γιατί όσο περνάει ο καιρός, μπορώ να γίνομαι πιο επιλεκτικός, συμπονετικός και συνδεδεμένος – και η ζωή μου θα συνεχίσει να γίνεται ακόμα πιο υπέροχη.


Όταν ο γιος μου μπήκε στο πανεπιστήμιο πριν από μερικά χρόνια, ήταν η πρώτη φορά που θα έλειπε από το σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Πριν από αυτό, όποτε έλειπε, τηλεφωνούσε και επικοινωνούσε μαζί μου.

Καθώς προχωρούσε το εξάμηνο, μου φαινόταν σα ναι μου τηλεφωνούσε όλο και λιγότερο. Έτσι άρχισα να του τηλεφωνώ εγώ. Μερικές φορές τον καλούσα τρεις ή τέσσερις φορές χωρίς να απαντάει. Αυτό έγινε σημείο τριβής μεταξύ μας. Ήθελα να μου τηλεφωνεί, και αυτός το έκανε πολύ σπάνια.

Μετά από λίγο καιρό, θύμωσα πολύ μαζί του. Έφτασα στο σημείο, ακόμη και τις λίγες φορές που μου τηλεφωνούσε, να είμαι σε κατάσταση ενόχλησης και θυμού και να μην επικοινωνούμε. Και οι δύο ήμασταν δυστυχισμένοι. Η κατάσταση φαινόταν να δημιουργεί ένα τεράστιο ρήγμα στη σχέση μας.

Κάποια στιγμή, σκέφτηκα ότι δεν ήταν η κατάσταση που δημιουργούσε το ρήγμα. Ήταν ο θυμός μου. Αυτός προερχόταν από τη σκέψη ότι «έπρεπε» να μου τηλεφωνεί.

Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, κοίταξα μέσα μου για να δω ποια συναισθήματα και ανάγκες βρίσκονταν πίσω από τη σκέψη μου για το «θα έπρεπε». Συνειδητοποίησα ότι το «θα έπρεπε» βασιζόταν στην πεποίθησή μου (δείτε επίσης το κεφ. 18 για τις πεποιθήσεις) ότι «αν με αγαπούσε, θα μου τηλεφωνούσε». Ήθελα περισσότερη αγάπη και σύνδεση. Συνειδητοποίησα επίσης ότι απλά μου έλειπε (ανάγκη: συντροφικότητα) και ανησυχούσα, θέλοντας να ξέρω ότι ήταν καλά (ανάγκη: ψυχική ηρεμία).

Στη συνέχεια, θυμήθηκα τις μέρες που ήμουν εγώ φοιτητής και θυμήθηκα πόσο σημαντικό ήταν για μένα να είμαι «ανεξάρτητος», να έχω την αίσθηση ότι επιλέγω και είμαι αυτόνομος. Σκέφτηκα ότι το «θάπρεπε» δεν εμπόδιζε μόνο την ανάγκη μου για επαφή, αλλά και την ανάγκη μου για συνεισφορά και αποδοχή όσον αφορά τις ανάγκες του γιου μου για επιλογή και ανάπτυξη.

Με αυτή τη νέα επίγνωση συνειδητοποίησα ότι τίποτα δεν ήταν «λάθος». Μου ήρθε στο μυαλό ότι, φυσικά, εξακολουθούσε να με αγαπάει – και παρόλο που ανησυχούσα για την ευημερία του, μπορούσα να επιλέξω να σκέφτομαι ότι ήταν καλά, ακόμη και αν δεν τηλεφωνούσε. Στην πραγματικότητα, μετά από λίγο συνειδητοποίησα ότι το ότι δεν τηλεφωνούσε ήταν ένα σημάδι ότι ήταν πράγματι καλά.

Αυτή η αναγνώριση της σκέψης μου για το «πρέπει» μου έδωσε πρόσβαση σε μια διαφορετική προοπτική που άλλαξε και την καθημερινότητά μου αλλά και τη σχέση μου με τον γιο μου.

Ας το επαναλάβω: Η διάκριση και η μετάφραση των σκέψεων τύπου «πρέπει/δεν πρέπει» είναι μια αέναη πρακτική: Όσο περισσότερο μπορώ να το εφαρμόζω, τόσο περισσότερη αρμονία, σύνδεση και συμπόνια βιώνω.


Πρακτική 1 – Κάντε τη ζωή σας πιο υπέροχη

Σκεφτείτε μια κατάσταση στην οποία νομίζετε ότι «έπρεπε» ή «δεν έπρεπε» να κάνετε ή να πείτε κάτι.

Στη συνέχεια, γράψτε την ανάγκη (ή τις ανάγκες) που προσπαθούσατε να ικανοποιήσετε με αυτή τη σκέψη «θα έπρεπε/δεν θα έπρεπε». Ήταν έμπνευση; Ίσως αποτελεσματικότητα; Συνεχίστε να μαντεύετε μέχρι να το βρείτε.

Μετά από αυτό, γράψτε ποια(ες) ανάγκη(ες) υπάρχουν πίσω από τη σκέψη «θα έπρεπε/δεν θα έπρεπε». Τι είναι αυτό που εκτιμάτε τόσο πολύ; Ποια ανάγκη είναι αυτή;

Στη συνέχεια, γράψτε τις ανάγκες που θα ικανοποιούσατε κάνοντας κάτι άλλο.

Δοκιμάστε να κρατήσετε όλες τις παραπάνω ανάγκες στη συνείδησή σας για λίγο – εστιάζοντας μόνο στις ανάγκες – χωρίς συγκεκριμένη στρατηγική. Για λίγα λεπτά ή για ημέρες. Μπορείτε να τις καταγράψετε και να τις τοποθετήσετε σε έναν καθρέφτη ή σε άλλο εμφανές σημείο. Παρατηρήστε τι έρχεται στην επιφάνεια. Θα μπορούσε να είναι μια πολύ αποτελεσματική άσκηση αν επιμείνετε.


Μετάφραση: Μαρία Αγγέλου